- διακονοῦσαν
- διᾱκονοῦσαν , διακονέωministerpres part act fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποθήκη — (Νομ.). Εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ακίνητο του οφειλέτη ή τρίτου προς εξασφάλιση κάποιας απαίτησης· η απαίτηση ασφαλίζεται με την προνομιακή ικανοποίηση του ενυπόθηκου δανειστή από την αξία του ενυπόθηκου κτήματος και, καθώς η ικανοποίηση… … Dictionary of Greek
μαινάδες — Oι γυναίκες που διακονούσαν στη λατρεία του Διονύσου, κατά την αρχαιότητα, συνεπαρμένες από ιερό οίστρο. Απεικονίζονταν με μακριά ενδύματα, ενώ χόρευαν σε φρενήρεις ρυθμούς, κουνώντας τον θύρσο, ένα είδος ράβδου, που είχε στην κορυφή μια… … Dictionary of Greek